5 η ώρα το πρωί, και ίσως να είναι η σωστή ώρα...
Στο τζάκι, τα αποκαΐδια μιας φωτιάς που καίει από νωρίς βγάζουν λίγη ζέστη, μα δεν αρκεί πια για να διώξει το κρύο...
Μια φωτιά που δεν την ταΐζεις, σβήνει.
Μια φωτιά που δεν την σκαλίζεις, σβήνει.
Κι εκεί που φοβάσαι πως αν την πειράξεις θα χαλάσει,
την αφήνεις από τον φόβο σου να πεθαίνει,
και για να μην χάσεις αυτό που έχεις,
καταλήγεις στο τέλος να μην έχεις τίποτα...
Και σου αξίζει να κρυώνεις.
Αν είσαι τυχερός, το καταλαβαίνεις πριν σβήσει και η τελευταία σπίθα, και βάζεις άλλο ένα ξύλο. Αλλά δεν αρκεί αυτό. Πρέπει και να φυσήξεις. Πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου να την πείσεις πως δεν πρέπει να σβήσει. Και μερικές φορές, ίσως χρειάζεται και να καείς.
Αλλά...
Κάποια στιγμή πρέπει να το πάρεις απόφαση πως ήρθε η ώρα της να σβήσει...
Όταν γυρίσει ο αέρας,
και ο καπνός αρχίζει να σε πνίγει,
να σε τυφλώνει,
να σου τσούζει τα μάτι,
μέχρι που νιώθεις πως θα χρειαστείς έναν χείμαρρο από δάκρυα για να στα ξεθολώσει.
Βάζω κι εγώ άλλο ένα ξύλο - κι αυτή την φορά, υπόσχομαι στον εαυτό μου πως θα είναι το τελευταίο.
Την φωτιά δεν πρέπει να την φοβάσαι,
πρέπει να την αγαπάς,
να την καταλαβαίνεις
και να την σέβεσαι.
Πρέπει να την πλησιάζεις και να την απολαμβάνεις.
Τελεσίγραφο.
Καλές γιορτές!